περαντικος

περαντικος
    περαντικός
    3
    1) логически рассуждающий, убедительный (sc. ἀνήρ Arph.)
    2) логический
    

(λόγος Diog.L.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "περαντικος" в других словарях:

  • περαντικός — conclusive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περαντικός — ή, όν, Α [περαίνω] αυτός που οδηγεί σε συμπέρασμα, συμπερασματικός, λογικός 2. φρ. «περαντικὸς λόγος» (φιλοσ.) είδος συλλογισμού …   Dictionary of Greek

  • περαντικῶν — περαντικός conclusive fem gen pl περαντικός conclusive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περαντικόν — περαντικός conclusive masc acc sg περαντικός conclusive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περαντικοί — περαντικός conclusive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περαντικούς — περαντικός conclusive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»