- περαντικος
- περαντικός31) логически рассуждающий, убедительный (sc. ἀνήρ Arph.)2) логический
(λόγος Diog.L.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λόγος Diog.L.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περαντικός — conclusive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαντικός — ή, όν, Α [περαίνω] αυτός που οδηγεί σε συμπέρασμα, συμπερασματικός, λογικός 2. φρ. «περαντικὸς λόγος» (φιλοσ.) είδος συλλογισμού … Dictionary of Greek
περαντικῶν — περαντικός conclusive fem gen pl περαντικός conclusive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαντικόν — περαντικός conclusive masc acc sg περαντικός conclusive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαντικοί — περαντικός conclusive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαντικούς — περαντικός conclusive masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)